- θωρακοποιός
- θωρακοποιός, ὁ (Α)ο κατασκευαστής θωράκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -ος + -ποιός (< ποιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακοποιός — θωρᾱκοποιός , θωρακοποιός maker of breastplates masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακοποιόν — θωρᾱκοποιόν , θωρακοποιός maker of breastplates masc/fem acc sg θωρᾱκοποιόν , θωρακοποιός maker of breastplates neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
θωρακοποιοί — θωρᾱκοποιοί , θωρακοποιός maker of breastplates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακοποιῷ — θωρᾱκοποιῷ , θωρακοποιός maker of breastplates masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)